- αυτοσυνειδησία
- Φιλοσοφικός όρος που σημαίνει την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίζει τον εαυτό του. Κατά τη νηπιακή ηλικία, όταν ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί συνειδητά τον γύρω κόσμο, έχει μια κάποια συναίσθηση του εαυτού του καθώς αντιλαμβάνεται, με την όραση κυρίως, τις κινήσεις των διαφόρων μερών του σώματός του και καθώς δέχεται τους ερεθισμούς του περιβάλλοντος. Η συναίσθηση αυτή που παρουσιάζεται στην αρχή ασαφής εξελίσσεται σε πιο συγκεκριμένη με την πάροδο του χρόνου, οπότε κατά την παιδική ηλικία εκδηλώνεται με ενέργειες φιλαυτίας. Δηλαδή το παιδί, έχοντας συνειδητοποιήσει αρκετά την ατομικότητά του σε σχέση με τον κόσμο, εντοπίζει το ενδιαφέρον του στην εξυπηρέτηση του ατόμου του. Αργότερα, καθώς το παιδί μεγαλώνει, συναισθάνεται τον εαυτό του ως κέντρο ποικίλων συναισθημάτων και ψυχικών λειτουργιών, και ωριμάζοντας ως άνθρωπος αντιπαραθέτει το εγώ του προς το εγώ των άλλων και εναρμονίζεται προς την κοινή συνύπαρξη με τα άλλα μέλη του ανθρώπινου συνόλου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανάπτυξη της ικανότητας του ανθρώπου να γνωρίζει τον εαυτό του, δηλαδή η ανάπτυξη της α., συμβαδίζει με τη γενική πνευματική ανάπτυξή του.
Η έρευνα της α. είναι ένα από τα βασικά θέματα με τα οποία ασχολείται η φιλοσοφία. Έτσι, όλοι οι φιλόσοφοι έχουν εκφράσει διάφορες γνώμες σχετικά με το εγώ του ανθρώπου. Άλλοι το εξετάζουν με σκοπό να γνωρίσουν τη βαθύτερη ουσία και λειτουργία του, άλλοι ως μέσο γνώσης του γύρω κόσμου και άλλοι από ηθική σκοπιά. Δηλαδή θεωρούν την α. μέθοδο με την οποία ο άνθρωπος θα μπορέσει να ζήσει σύμφωνα με τις ηθικές αξίες.
* * *και αυτοσυνείδηση, ηη επίγνωση κάθε ατόμου για τα ψυχικά γεγονότα που συντελούνται μέσα του σε αντίθεση με αυτά που συμβαίνουν στον εξωτερικό του κόσμο, η συνείδηση του εγώ (βλ. συνείδηση).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοσυνειδησία < αυτοσυνείδητος, ενώ ο τ. αυτοσυνείδηση (-ις) < αυτο- + συνείδηση (-ις). Η λ. αυτοσυνειδησία μαρτυρείται στον Φίλιππο Ιωάννου ως απόδοση του γερμ. Selbstbewusstsein, η δε λ. αυτοσυνείδησις (λόγιος τ.) μαρτυρείται από το 1896 στον Πλάτ. Ε. Δρακούλη στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.